ἐτράπετο

ἐτράπετο
τρέπω
Studien zum griech. Perf.
aor ind mid 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἐτράπεθ' — ἐτράπετο , τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind mid 3rd sg ἐτράπετε , τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτράπετ' — ἐτράπετο , τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind mid 3rd sg ἐτράπετε , τρέπω Studien zum griech. Perf. aor ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”